εμβολιάζω

εμβολιάζω
και μπολιάζω
1. ανοσοποιώ κάποιον με το κατάλληλο εμβόλιο για την προστασία από λοιμώδη νόσο
2. (για δέντρα) ενοφθαλμίζω, κεντρώνω για να μετατρέψω άγριο δέντρο σε ήμερο ή για να αλλάξω την ποικιλία του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμβολιάζω — εμβολιάζω, εμβολίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμβολιάζω — βλ. μπολιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βατσινάρω — εμβολιάζω, κάνω δαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaccinare «κάνω δαμαλισμό»] …   Dictionary of Greek

  • μετεγκεντρίζω — (Μ) εμβολιάζω σε άλλο δέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐγ κεντρίζω «εμβολιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • μπολιάζω — 1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω 2. εγκεντρίζω δένδρο 3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον 4. μτφ. μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβολιάζω < ἐμβόλιον, με σίγηση τού προτακτικού άτονου ε (για την προφορά… …   Dictionary of Greek

  • ανεμβολίαστος — η, ο μη εμβολιασμένος, αμπόλιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εμβολιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ώρα] …   Dictionary of Greek

  • δαμαλίζω — (I) εμβολιάζω με δαμαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο]. (II) δαμαλίζω (Α) [δαμάλης] δαμάζω (ατίθασα άλογα) …   Dictionary of Greek

  • εγκεντρίζω — (AM ἐγκεντρίζω) 1. (για φυτά) εμβολιάζω, μπολιάζω 2. κεντρίζω, ερεθίζω, παρακινώ 3. (για άλογα) κεντρίζω, σπιρουνίζω μσν. προσαρμόζω, συγκολλώ αρχ. συγκεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • κατεγκεντρίζω — (Μ) μτφ. (απαντά μόνο η μτχ. παθ. αορ.) εμφυτεύω («κατεγκεντρισθεῑσα ἁπλότης» απλότητα επίκτητη, όχι φυσική, σε αντιδιαστολή προς την φύσει ενυπάρχουσα, Ιω. Κλύμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐγ κεντρίζω «εμβολιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • μετακεντρίζω — (Α) κεντρίζω, εμβολιάζω σε άλλο δένδρο 2. μεταφυτεύω («πόθον ὅνπερ ὕστερον πρὸς τὸν ἀληθῆ θεὸν νουνεχῶς μετεκέντρισεν», Ανών.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”